ἐπαυξήσει

ἐπαυξήσει
ἐπαύξησις
increase
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
ἐπαυξήσεϊ , ἐπαύξησις
increase
fem dat sg (epic)
ἐπαύξησις
increase
fem dat sg (attic ionic)
ἐπαυξάνω
increase
aor subj act 3rd sg (epic)
ἐπαυξάνω
increase
fut ind mid 2nd sg
ἐπαυξάνω
increase
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • βιομηχανία — Κάθε εργασία με την οποία μετατρέπεται μια πρώτη ύλη σε είδος χρήσιμο για τον άνθρωπο. Με τον όρο β. δηλώνεται στην οικονομική γλώσσα η δραστηριότητα που αποβλέπει να επαυξήσει την ωφελιμότητα και την αξία των ήδη υπαρχόντων αγαθών με τη… …   Dictionary of Greek

  • επιστομίδα — η (AM ἐπιστομίς) το επιστόμιο πνευστού οργάνου νεοελλ. βραχύς κωνικός σωλήνας που προστίθεται στο στόμιο άλλου σωλήνα μεγαλύτερης διαμέτρου για να επαυξήσει την ταχύτητα εκροής ρευστού …   Dictionary of Greek

  • προσαύξημα — το, Ν αυτό που χρησιμοποιεί κάποιος για να επαυξήσει κάτι, προσθήκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσαυξάνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1877 στον Αθ. Παπαλεξανδρή] …   Dictionary of Greek

  • Ζαγόρι ή Ζαγοροχώρια — Ιστορική γεωγραφική περιοχή της Ηπείρου, ΒΑ των Ιωαννίνων, η οποία περικλείεται μεταξύ των ορέων Μιτσικέλι (1.810 μ.) και Τύμφη ή Γκαμήλα (2.497 μ.) της κοιλάδας του Αώου και της ορεινής περιοχής του Μετσόβου. Τα 47 χωριά, που αποτελούν τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”